- ποιησόμεθα
- ποιέωmakeaor subj mid 1st pl (epic)ποιέωmakefut ind mid 1st pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ποιησόμεθ' — ποιησόμεθα , ποιέω make aor subj mid 1st pl (epic) ποιησόμεθα , ποιέω make fut ind mid 1st pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επίπροσθεν — ἐπίπροσθεν (AM) [πρόσθεν] επίρρ. 1. (για τόπο) μπροστά («ποῑον ἐπίπροσθεν νέφος θῶμαι», Ευρ.) 2. (με γεν.) μπροστά σε κάτι («ἐπίπροσθεν τῶν ὀφθαλμῶν ἔχοντα», Πλάτ.) 3. (για βαθμό, τάξη, σειρά) πρώτα, σε πρώτη θέση (α. «καί μὴ ‘πίπροσθεν τῶν ἐμῶν… … Dictionary of Greek
προτίθεμαι — ΝΜΑ, και ο ενεργ. τ. προτίθημι Α έχω την πρόθεση να κάνω κάτι, σκοπεύω, σχεδιάζω (α. «προτίθεμαι να ταξιδεύσω» β. «πολλάκις προεθέμην ἐλθεῑν πρὸς ὑμᾱς», ΚΔ) αρχ. ενεργ. προτίθημι 1. (για φαγητό ή γεύμα) τοποθετώ κάτι μπροστά από κάποιον, παραθέτω … Dictionary of Greek